English excerpt:
A few days ago the panhellenic Jewish Youth camp began and Jews from all over Greece gathered to the, unarguably, most successful Jewish happening. A major part of the history of the Kataskinosi has been played by Sam Profeta and to his honour I dedicate this post which tells of his story beginning from the poor streets of Rezi Vardar in Salonica, to the medical experiments in Auschwitz and later on in Gusen II, Mathausen. After the war Sam Profeta, shaken by an incident in Auschwitz where he witnessed a small girl asking her mother on their destination, he keeps faith to his promise of dedicating his life to children. For decades and decades Sam Profeta was behind every children initiative in the Jewish Community of Salonica and through the Jewish Camp, he touched the lives of generations of young Jews earning to be known by everyone not as Sam Profeta but as Uncle Sam. A humble person with an extraordinary legacy – I think you can see it in his eyes in the picture of him at the bottom, (he’s the guy in the left). To read the article in english use this service.
Ελληνικά
Πριν λίγες μέρες μικροί εβραίοι και εβραίες από όλη την Ελλάδα βρέθηκαν όπως κάθε χρόνο στις παιδικές κατασκηνώσεις που διοργανώνει η Κοινότητα της Θεσσαλονίκης εδώ και 50 χρόνια. Με αφορμή τις παιδικές κατασκηνώσεις θεώρησα απαραίτητο να αναφερθώ σε μια από τις μεγαλύτερες μορφές του Ελληνικού Εβραϊσμού μεταπολεμικά, το Σαμ Προφέτα – γνωστό σε όλους τους έλληνες εβραίους ως Θείος Σαμ. Έναν απλό άνθρωπο, χαμηλών τόνων που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε οτι ήταν κάτι «ιδιαίτερο» αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη αποτελεί από τους ανθρώπους που χωρίς αυτόν ο Ελληνικός Εβραϊσμός θα ήταν απίστευτα φτωχότερος. Πηγές αυτού του άρθρου είναι τόσο η μαρτυρία του στην Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, αποσπάσματα της οποίας θα χρησιμοποιήσω, αλλά και οι αναμνήσεις δικές μου και άλλων εβραίων που τις μοιράστηκαν με εμένα όταν προετοιμαζόμουν για το άρθρο.
Σαλονικείς εβραίοι κατευθύνονται προς τα βαγόνια επί της οδού Εγνατία/ Πηγή:ΥπΕξ
Ο Σαμ Προφέτα γεννήθηκε το 1914 στο στο Ρεζί Βαρδάρ, φτωχοσυνοικία της Θεσσαλονίκης. Μένοντας ορφανός από πατέρα σε ηλικία 2 μηνών, δουλεύει παραγιός σε μπακάλικο μέχρι να τελειώσει την τετάρτη Δημοτικού και μετά αρχίζει και δουλεύει σε κινηματογράφους πουλώντας καραμέλες – στην αρχή στο Ιλιον στο Βαρδάρι και από 14 χρονών στο Αττικό με μια διακοπή το 1935 για το στρατιωτική θητεία στο περίφημο «Σύνταγμα Κοέν»,το 50ο σύνταγμα πεζικού της Θεσσαλονίκης που έδρευε και έδινε το όνομα του στο πεδίο του σημερινού Γ’ Σώματος Στρατού. Στην Κατοχή συνεχίζει να δουλεύει στο Αττικόν ως φροντιστής/ταξιθέτης/υποβολέας στον αθηναϊκό θίασο του Σπυρόπουλου με τον Β.Αυλωνίτη. Μάλιστα με την ίδρυση των γκέτο στην Θεσσαλονίκη ο Σπυρόπουλος προσπαθεί να το βοηθήσει να διαφύγει στην Αθήνα αλλά ο Σαμ Προφέτα αρνείται λέγοντας:
«Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόταση σας. Οσο ζω δε θα σας ξεχάσω ποτέ. Πρέπει όμως να λάβετε υπόψη οτι εμείς οι Εβραίοι έχουμε δυο θρησκείες. Πρώτα την οικογένεια μας και μετά τον Θεό. Και εγώ δε μπορώ να αφήσω την μάνα μου που όλη της τη ζωή αγωνίσθηκε σκληρά για να μας μεγαλώσει.»
Μετά από μερικές μέρες ξεκινάνε οι εκτοπίσεις και ο Σαμ Προφέτα βρίσκεται σε ένα βαγόνι για ζώα του ΟΣΕ που ξεκινούσε από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης για ένα ταξίδι 8 ημερών τον Απρίλιο του 1943 προς το Αουσβιτς Μπιρκενάου, μοιράζομενος την μοίρα άλλων 48000 σαλονικιών. Μέσα σε λίγες ώρες από την άφιξη του είχε ήδη χάσει την μητέρα του και τις δυο αδελφές του αφού οδηγήθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων και μετά στα κρεματόρια.
Οπως ο ίδιος διηγείται:
Mας φόρεσαν κάτι ριγωτές στολές και μας χάραξαν με τατουάζ έναν αριθμό στο αριστερό μας χέρι. Ο δικός μου αριθμός είναι ο «111.383«. Mας κράτησαν δέκα μέρες καραντίνα. Ρωτήσαμε τους κάπο, που ήταν Πολωνοί ή Γερμανοί ποινικοί κατάδικοι, πότε θα ανταμώσουμε τους δικούς μας. Αυτοί γελούσαν ειρωνικά, μας έδειχναν τα κρεματόρια με τα ψηλά φουγάρα που έβγαζαν συνέχεια καπνό και μας έλεγαν: «Εκεί είναι οι συγγενείς σας». […] Άρχισαν να μας βάζουν σε σκληρές δουλειές. Κουβαλούσαμε βαγόνια με χώματα, σπάγαμε πέτρες, ανοίγαμε δρόμους. Η τροφή ελάχιστη. Έτσι σε μια βδομάδα ήσουν πια έτοιμος για το φούρνο, γιατί συχνά, ιδιαίτερα όταν έφταναν καινούργιες αποστολές, έκαναν διαλογές κι εξόντωναν τους παλιότερους κατάδικους που είχαν εξαντληθεί από τις βαριές δουλειές.
Η στιγμή όμως που τον σημαδεύει αφορά ένα μικρό παιδί:
Παιδιά στο Αουσβιτς /Πηγή:ΥπΕξ
Σε μια απ’ αυτές τις νέες αποστολές, που έφταναν συνέχεια, είδα μια μάνα να κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά και να σέρνει απ’ το χέρι ένα άλλο μεγαλύτερο παιδί που ρωτούσε: «Μαμά, πού θα μας πάνε;» Κι εκείνη απάντησε: «Πρώτα θα κάνουμε μπάνιο κι ύστερα θα συναντήσουμε το μπαμπά, τον παππού, τη γιαγιά και τους άλλους».
Σήκωσα τότε τα μάτια στον ουρανό και άρχισα να παρακαλάω τον Θεό λέγοντας: «Θεέ μου μπορεί εμείς οι μεγάλοι να φταίμε και να μας καταδικάζεις. Κάνε όμως το θαύμα σου για αυτά τα παιδιά». Παρακάλεσα και τον Χριστό που αναστήθηκε, καθώς και όλους τους θεούς κάθε θρησκείας που γνώριζα, μέχρι και τον Βούδα, για να σωθούν τουλάχιστον τα παιδιά.Κι είπα ακόμα οτι αν κατά λάθος βγω ζωντανός από δω, θα αφιερώσω τη ζωή μου στα παιδιά.
Λίγο καιρό μετά μεταφέρεται στο Αουσβιτς, «που μπροστά του το Μπίρκεναου ήταν παράδεισος» όπως αναφέρει. Εκεί, μαζί με άλλους οδηγείται στο διαβόητο Μπλοκ 10 που ήταν το μέρος όπου λάμβαναν μέρος τα ιατρικά πειράματα στους κρατούμενους. Υπήρξε ο μόνος από εκείνη την συγκεκριμένη ομάδα που επέζησε αλλά αυτά τα πειράματα του στέρησαν την δυνατότητα να κάνει την δική του οικογένεια. Δεν γνωρίζουμε ποιος ακριβώς έκανε τα πειράματα στην περίπτωση του Σαμ Προφέτα αλλά από τις περιγραφές πιθανολογείται οτι ευθύνεται ο Χορστ Σούμαν.
Από την δίηγηση του στο Άουσβιτς διηγείται διάφορες ιστορίες – χαρακτηριστικά αναφέρω την απελευθέρωση του από τους Αμερικανούς στο στρατόπεδο Γκούσεν ΙΙ, παράρτημα του Ματχαουζεν:
Οσο οι γερμανοί έβλεπαν πως χάνουν τον πόλεμο, τόσο αγρίευαν. Δεν θα ξεχάσω έναν που κάθε μέρα έρχονταν, μ’ εδερνε χωρίς λόγο, κι έφευγε. Έκανε το κέφι του.
Επιζώντες στο Ματχαουζεν-Γκούσεν ΙΙ/Πηγή:wikimedia
Στις 18 ιανουαρίου του 1945 εκκενώσαν το Άουσβιτς, γιατί πλησίαζαν οι Ρώσσοι. Μας πήγαν πεζοπορία δυο μέρες ως το Γκλάιβιτς, εκτελώντας όποιον δεν μπορούσε να περπατήσει. Aπό κει μας φόρτωσαν σε βαγόνια, με 25 κάτω από το μηδέν, και μας μοίρασαν σε διάφορα στρατόπεδα. Εγώ απελευθερώθηκα από τα αμερικανικά στρατεύματα στο Γκουζεντσβάι της Αυστρίας, που είναι παράρτημα του στρατοπέδου Μαουτχάουζεν. Εγώ είχα φτάσει στα όρια της εξάντλησης. […] Όταν ήρθαν οι Αμερικάνοι και μάζευαν τα πτώματα, με πέρασαν κι εμένα για πεθαμένο. Είδαν όμως ότι οι σφυγμοί μου χτυπούσαν ακόμη και κατάλαβαν πως ζω. Εγώ είδα τους φίλους να στέκονται πάνω μου και να μου φωνάζουν: «Ξύπνα, Σάμη! Λευτερωθήκαμε! Μη μας αφήνεις τελευταία ώρα!» Κρατούσαν μια ελληνική σημαία που έφτιαξαν με κουρέλια που μάζεψαν από εδώ κι από εκεί και τραγουδούσαν τον εθνικό μας ύμνο: «χαίρε, ω, χαίρε ελευθεριά». Ήμουν, όπως μου είπαν αργότερα, 28 κιλά. Oι Αμερικανοί με περιποιήθηκαν καλά επί τρεις μήνες, με ορούς και αποστειρωμένο αίμα. Όταν συνήλθα και στάθηκα στα πόδια μου, μ’ έστειλαν στη Γαλλία, όπου έγινα τελείως καλά, και ύστερα γύρισα στην αγαπημένη μου Ελλάδα, φιλώντας το χώμα της και κλαίγοντας από χαρά.
Η επιστροφή στην Θεσσαλονίκη υπήρξε τραυματική – όχι μόνο είχε χάσει την μητέρα του και την οικογένεια του αλλά ολόκληρη η πόλη είχε πλεον αλλάξει μετά την μαζική εξόντωση 55.000 εβραίων σαλονικιών. Οι επιζώντες ζουν σε παραπήγματα αφού είτε το σπίτι τους είχε καταστραφεί, είτε είχε οικειοποιηθεί από τους 12.000 μεσεγγυούχους δωσίλογους – ενώ οι τάφοι των οικογενειών τους λεηλατούνται από τυμβωρύχους και οι ταφόπλακες χρησιμοποιούνται σε κρατικές και ιδιωτικές κατασκευές. Τραγικά, τα ιατρικά πειράματα που υπέστη στο Αουσβιτς τον γλυτώνουν από την επιστράτευση για να πολεμήσει στον Εμφύλιο, ενώ ο ίδιος ζει μαζί με μια άλλη οικογένεια σε ένα σπίτι που νοικιάζουν για τα πρώτα χρόνια.
Σύντομα ξαναπιάνει δουλειά στους κινηματογράφους και γίνεται μέλος σε ένα από τα δυο «μπουλούκια» που είχε τότε η Θεσσαλονίκη. Ειδικότητα του γίνονται οι τεράστιες ζωγραφιές με τους τίτλους των έργων στους διάφορους κινηματογράφους που λειτουργούν ως ρεκλάμες και για πολλά χρόνια ασχολείται με αυτά.
Ταυτόχρονα μένει πιστός στην υπόσχεση του και δραστηριοποιείται στην Κοινότητα στο τομέα της παιδικής περίθαλψης. Ενώ στην αρχή χρησιμοποιείται από την Κοινότητα ως υπάλληλος, στην συνέχεια βρίσκεται πίσω από κάθε πρωτοβουλία που σχετίζεται με παιδιά. Φροντίζει για την σίτιση των καινούργιων μωρών που γεννιούνται στα παραπήγματα από τους πρόσφυγες από τα στρατόπεδα και στην συνέχεια με το θέμα της μόρφωσης. Διοργανώνει τις πρώτες προσπάθειες για την δημιουργία ειδικών πρωτοβουλιών για τα παιδιά και την νεολαία, ενώ για χρόνια διοργανώνει το παιδικό Καμπαλατ Σαμπάτ στο Κέντρο Νεολαίας, (το σημερινό παιδικό κέντρο ονομάζεται «Θείος Σαμ» προς τιμή του), συμμετέχοντας ο ίδιος κάθε Παρασκευή στα διάφορα παιχνίδια. Αποτελεί μάλιστα την κινητήρια δύναμη για την δημιουργία των παιδικών κατασκηνώσεων της ΙΚΘ στην Περαία και μετέπειτα των πανελλήνιων παιδικών κατασκηνώσεων στην Χαλκιδική και μετά στην Πιερία. Η δράση του δεν είναι διοικητική αλλά είναι ο ίδιος που παίζει με τα παιδιά και έτσι γίνεται γνωστός σε γενιές ελληνοεβραίων ως Θείος Σαμ.
Σχολική μεταπολεμική τάξη /Πηγή:Γιαντ Βασέμ
Ο Θείος Σαμ δεν έχει να επιδείξει εντυπωσιακά επιτεύγματα – υπήρξε άνθρωπος χαμηλών τόνων με, (και λυπάμαι για το μελόδραμα αλλά είναι αλήθεια), μάτια που έλαμπαν όταν έβλεπαν παιδιά. Δεν υπήρξε «σταρ» αλλά δούλεψε ήσυχα και ακατάπαυστα για δεκαετίες μέχρι τα βαθιά γεράματα του για τα παιδιά. Το σύνολο του σημερινού Ελληνικού Εβραϊσμού χρωστάει πολλά σε έναν άνθρωπο που έκανε την δική του προσωπική τραγωδία, την κινητήριο δύναμη για να κάνει δική του οικογένεια του γενιές και γενιές εβραιόπαιδων.
Κλείνω με μια φωτογραφία που μαζί με αυτή από την Πλατεία Ελευθερίας είναι από τις πιο εύγλωττες – ο Θείος Σαμ είναι στα αριστερά, οι άλλοι τρεις είναι ο Μωυς Αμίρ, ο Αβρααμ Ρομπίσα και ο Μπαρουχ Σεβή και δείχνουν τους αριθμούς τους στον φωτογραφικό φακό.