Ελληνικά (english translation follows below)
Η παρούσα ανάρτηση είναι απλή αντιγραφή ενός κειμένου του Γιώργου Γιαννόπουλου από το περιοδικό Ένεκεν της Θεσσαλονίκης, που αφηγείται την άγνωστη προπολεμική ιστορία της έδρας Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ως γεγονός είναι σχετικά ήσσονος σημασίας, όμως ως μέρος του συνόλου της αποεβραιοποίησης της Θεσσαλονίκης την περίοδο 1923-1953, αποκτά την αξία μιας ιστορίας που εμπεριέχει μέσα της το σύνολο του επιθετικού αντισημιτισμού της πόλης. Διαβάζοντας το ίσως γίνει περισσότερο κατανοητή η ρητή θέση μου οτι η αποεβραιοποίηση της Θεσσαλονίκης ξεπερνούσε τα όρια της εθνικής ομογενοποίησης που αφορούσε κάθε ελληνική ετερότητα και οτι αποτέλεσε μια τοπική πραγματικότητα που δεν περιορίστηκε μόνο σε 5 «κακούς βενιζελικούς» των ΕΕΕ και 20 οικονομικούς δοσίλογους κατά την Κατοχή όπως αποδεικνύεται από τα ονόματα των προοδευτικών μορφών της ελληνικής εκπαίδευσης Δελμούζου και Τριανταφυλλίδη που πρωταγωνιστούν στην ιστορία. Αντίθετα αποτέλεσε μια διαδικασία που ξεκίνησε με διοικητικές αλλά και βίαιες μεθόδους πριν τον Β’ΠΠ, κορυφώθηκε με εγκληματικές ενέργειες κατά την διάρκεια του Ολοκαυτώματος και ολοκληρώθηκε με εξίσου βίαιες διοικητικές μεθόδους μετά τον πόλεμο. Και – γεγονός απαράδεκτο – συνεχίζεται σήμερα.
Η παρουσία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου πάνω από τα εβραϊκά οστά που ακόμα υπάρχουν και ήταν μέρος του μεγαλύτερου εβραϊκού νεκροταφείου του κόσμου σήμερα δεν αποτελεί απλό θέμα ιδιοκτησίας και αποζημίωσης της λεηλασίας στην οποία συμμετείχε ο Δήμος, η Μητρόπολη και σημαντικό κομμάτι των Χριστιανών της πόλης. Είναι θέμα αποδοχής της θεσμικής ενοχής και των ευθυνών που απορρέουν από το το γεγονός οτι ακόμα και σήμερα χιλιάδες εβραίοι βρίσκονται κάτω από τα κτίρια του ΑΠΘ. Ευθυνών που δεν περιορίζονται στην ανέγερση κάποιου μνημείου κενού περιεχομένου, αλλά στην οργανική ενσωμάτωση της ευθύνης για την διατήρηση της εβραϊκής παρουσίας που το ίδιο το ΑΠΘ βοήθησε να καταστρέψει.
Είναι αυτονόητο οτι το σημερινό ΑΠΘ δεν ταυτίζεται με τους καθηγητές του παρελθόντος που υποδεχόντουσαν με ζέση τους Γερμανούς και αργότερα ζητούσαν από τις γερμανικές αρχές την άδεια να καταστρέψουν το εβραϊκό νεκροταφείο. Αλλά κάθε οργανισμός είναι κάτι παραπάνω από το σύνολο των σύγχρονων μελών του, ειδικά όταν επικαλείται και ρητά αποδέχεται την ιστορία και παράδοση του. Και ίσως εξηγεί, μαζί με άλλα γεγονότα τα οποία αγνοούνται από σημαντικό μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου, το γιατί η σύγχρονη εύλογη πρόταση για αναβίωση της έδρας Εβραϊκών και Σεφαραδίτικων Σπουδών στο ΑΠΘ αντιμετωπίζεται με τέτοια εχθρότητα από το σύνολο των πρυτανικών αρχών. Δεν είναι στο χέρι των σημερινών πανεπιστημιακών να αλλάξουν την ιστορία του ΑΠΘ, υπάρχει και οφείλει το ίδιο το πανεπιστήμιο ως θεσμός να την αντιμετωπίσει – είναι στο χέρι τους όμως στο μέλλον να μην είναι αυτοί οι μελλοντικοί Βιζουκίδες ή Δελμούζοι.
Διαβάστε – προσεκτικά – το κείμενο του Ενεκεν και στην συνέχεια θα ήθελα να ακούσω προτάσεις για το ποια μπορεί να είναι η θέση του ΑΠΘ σήμερα. Επίσης θα χαιρόμουν να άκουγα απτές προτάσεις οι οποίες ελπίζω να τις παρουσιάσουμε στο μέλλον τόσο στην διοίκηση του ΑΠΘ, όσο και στην Ισραηλιτική Κοινότητα της πόλης, (οι επισημάνσεις στο αρχικό κείμενο δικές μου).
…Η λήθη ως εργαλείο της εξουσίας.
«Το καλοκαίρι του 1930, η ισπανική πρεσβεία στην Αθήνα απηύθυνε στα υπουργεία παιδείας και εξωτερικών “αἴτημα ἱδρύσεως ἕδρας Ἱσπανικῆς Γλώσσης καί Φιλολογίας, διά νά ἱκανοποιηθοῦν αἱ δίκαια ἀπαιτήσεις τῶν 70.000 ἱσπανόφωνων Σεφαρδιτῶν τῆς πόλεως”. Η πρεσβεία διευκρίνησε πως η ισπανική κυβέρνηση προσφερόταν να καλύψει τα έξοδα μισθοδοσίας του καθηγητή που θα επιλεγόταν και αποσαφήνιζε πως δεν κατέθετε το εν λόγω αίτημα για λόγους κάποιας ιδιαίτερης πολιτικής σκοπιμότητας, καθώς ήταν προφανές ότι η διγλωσσία (ου μην αλλά και πολυγλωσσία) της σεφαραδικής κοινότητας δεν συνιστούσε εμπόδιο στην πλήρη αφομοίωσή της στο ελληνικό κράτος. Επιπλέον η Μαδρίτη, εμμέσως πλην σαφώς, έθετε και ζήτημα στοιχειώδους διπλωματικής ευθιξίας, καθώς από το 1928 λειτουργούσε έδρα Νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, ενώ σε άλλη ευκαιρία είχε ήδη θέσει και το “ἡθικό ζήτημα τῆς μή ἐξαφανίσεως τῆς ἑβραιοϊσπανικῆς, ὅπως καί ἐν Παλαιᾶ Ἑλλάδι”».
Το Υπουργείο Παιδείας, με υπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου απάντησε στο αίτημα ότι «παρ, ὅτι δέν εἶχεν ἀντίρρησίν τινα, ὅπως διδάσκεται ἡ ἱσπανική γλώσσα καί φιλολογία ἐν Θεσσαλονίκῃ ἀπό πανεπιστημιακῆς καθέδρας, ἐν τοῦτοις τό γέ νῦν ἔχον δέν δυνάμεθα νά πράξωμεν τοῦτο διότι ἐν τῇ Φιλολογικῇ Σχολῇ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δέν ὑπάρχει ἱδρυμένη τοιαύτη ἕδρα ἥτις εἴτε διά νόμου εἴτε διά ἀποφάσεως τῆς εἰρημμένης σχολῆς δύναται νά ἱδρυθῇ». Αλλά και όταν ο υπουργός εξωτερικών Μιχαλακόπουλος απευθύνθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ζήτησε την άμεση ικανοποίηση του αιτήματος εκτός των άλλων «γιά νά προστατευτεῖ τό κῦρος τοῦ κράτους καί διότι τό ὑπουργεῖον ἦτο ἐκτεθειμένον ἔναντι τῆς πρεσβείας» έλαβε την απάντηση ότι μια τέτοια ενέργεια « θά ἀντεστρατεύετο ὀλεθρίως κατά τοῦ ἔργου τῆς ἐξελληνίσεως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ στοιχείου τῆς Θεσσαλονίκης (…) θά ἐδέσμευε τήν ἐλευθερίαν τοῦ Πανεπιστημίου ἡ προσφερόμενη μισθοδότησις τοῦ καθηγητοῦ (… καί) δέν οφείλομεν ἰδιαιτέραν προτίμησιν πρός μίαν χώραν ἡ ὁποία πέραν τῶν συνόρων της οὐδέν συνεισέφερεν εἰς τήν ἐν τῷ πεδίῳ τῆς διανοητικῆς ἐργασίας πρόοδον τῆς οἰκουμένης».
Η εκπληκτική αυτή απάντηση εκ μέρους του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που μετρούσε πέντε χρόνια ζωής και από το 1927 στεγαζόταν στο εντυπωσιακό νεοκλασσικό κτήριο Idadié, την εμπορική σχολή που έκτισε η Νέα Αυτοκρατορική Διεύθυνση Παιδείας και προοριζόταν για την εκπαίδευση ανώτατων κρατικών στελεχών κατά τα πρότυπα του γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια από τις ιστορικά αυτονόητες θλιβερές εκδοχές του επιθετικού ελληνικού εθνικισμού, που στον αντισημιτισμό του βενιζελισμού έβρισκε την πιο αποτελεσματική του έκφραση, αν δεν υπήρχε ακόμη μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Στο πρακτικό της συνεδρίασης της Φιλοσοφικής Σχολής όπου καταγράφεται η θέση της πλειοψηφίας υπάρχει η υπογραφή του Αλέξανδρου Δελμούζου, την εποχή εκείνη καθηγητή Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και του συναδέλφου του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Να σημειώσουμε ότι για πολλούς εκπαιδευτικούς ο Δελμούζος χαρακτηρίζεται ως «Έλληνας παιδαγωγός, αγωνιστής του ελευθέρου πνεύματος» ενώ ο Τριανταφυλλίδης, η γραμματική του οποίου διδάσκεται σήμερα στα σχολεία, ως αυτός που «εισάγοντας ουσιαστικά νεωτερισμό στην εποχή του, ενδιαφέρθηκε για τη συστηματική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε οµογενείς και ξενόγλωσσους».
Και για μην υπάρχει καμμιά παρεξήγηση για τη συμβολή της ισπανικής γλώσσας στην πρόοδο της ανθρωπότητας, τον Δεκέμβριο του 1932, όταν η ισπανική πρεσβεία —που τώρα εκπροσωπούσε την κυβέρνηση της Iσπανικής Δημοκρατίας— και ο εβραϊκός τύπος της Θεσσαλονίκης επανέφεραν το αίτημα ίδρυσης έδρας ισπανικών, η απάντηση που δόθηκε από τον πνευματικό πυλώνα της πόλης ήταν χαρακτηριστική: «Τό πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης εὑρίσκει ἀστήρικτον καί ἀπρόσφορον νά προτείνῃ τήν ἵδρυσιν ἕδρας Ἱσπανικῆς Γλώσσης ἥτις δέν προβλέπεται ρητῶς διά τοῦ νόμου καί κατά τήν σημασίαν καί έν γένει ὑπολείπεται (ἡ ἱσπανική) τῆς γαλλικῆς, ἀγγλικῆς, γερμανικῆς γλώσσης και φιλολογίας».
Σήμερα στην ηλεκτρονική σελίδα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μπορεί κανείς να διαβάσει ότι «βρίσκεται χωροταξικά στην καρδιά της πόλης, σε μια έκταση 420.000 τμ». Μια έκταση που συμπίπτει με το χώρο όπου βρισκόταν τα εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης. Η ναζιστική θηριωδία και το Ολοκαύτωμα έδωσαν πειστικές απαντήσεις στις ανησυχίες των Ελλήνων φιλολόγων του εκπαιδευτικού διαφωτισμού για το ρόλο της ισπανικής γλώσσας στην ανθρωπότητα και το ζήτημα του εξελληνισμού του Ισραηλιτικού λαού της Θεσσαλονίκης.
ΥΓ. Σήμερα είναι η επαίτιος του Μαύρου Σάββατου όταν και ξεκίνησε το Ολοκαύτωμα με την συγκέντρωση στην Πλατεία Ελευθερίας στην Θεσσαλονίκη – η επιλογή υπήρξε να γράψω όχι για την θύμηση των φρικτών στιγμών που έχω ήδη διηγηθεί, αλλά να εξηγήσω ποια ήταν τότε η Θεσσαλονίκη και τι οφείλει να κάνει σήμερα. Για φωτογραφίες από το Μαύρο Σάββατο εδώ.
////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////
Εnglish
This blog post is simply a copy of a story by Yorgos Yannopoulos appearing in the Eneken magazine published in Salonica. It deals with the unknown pre-WW2 story of the Chair of Spanish Language and Literature of the Aristotle University of Thessaloniki, the main university of Salonica and second largest of Greece. As a fact it is of minor importance, but when viewed as an integral part of the violent de-judeofication of Salonica during 1923 and 1953, it acquires the status of a paradigm which includes the essence of the aggressive antisemitism of the city. By reading it one can understand better my thesis that the de-judeofication of Salonica was exceeding the limits of the process of national homogenization which affected every greek diversity but was a local reality which was not limited to 5 bad Venizelist supporters or 20 economic collaborators during the Occupation as proved by the names of the protagonists of today’s story Delmouzos and Triandafilidis which were leading members of the greek progressive intellectual scene. On the contrary it was a process which began with administrative and violent tactics before WW2, culminated with criminal tactics during the Shoah and was completed with violent administrative methods after the war. And still it continues, unacceptably, today.
The presence of the Aristotle University on top of jewish bones which still exist and were part of the largest Jewish cemetery of the world, is not a mere matter of ownership and compensation for the looting in which the Municipality, the Metropolis and a significant part of the Christian population took part. It is a matter of acceptance of the institutional guilt and responsibilities which derive from the fact that even today thousands of Jews still lie under the building of the University. Responsibilities which are not limited to the simple erection of a monument empty of meaning, but to the institutional incorporation of the responsibility to the preservation of the Jewish presence the Aristotle University has helped to destroy.
It is self-evident that the modern Aristotle University is not identified with the professors of the past which welcomed warmly the Germans and later asked for their permission to destroy the Jewish cemetery. But each organization is more than the mere sum of its contemporary members, especially when it evokes and expressly accepts its history and tradition. And it maybe explains, together with other events which are unknown to the majority of the academic world, why the logical proposition for the institution of a Chair of Jewish and Sephardic Studies is viewed with such virulent hostility by the university officials. And while it is not within the abilities of contemporary academics to change the history of the Aristotle University – it exists and the University as an institution must deal with it – it is within their ability not to be the prof.Vizoukidis or prof.Delmouzos of the future.
Read – carefully – the article by Eneken magazine and then I would like to hear propositions on what should the position of the Aristotle University be today. I would also like to hear practical propositions which I hope we can present to the University and the Jewish Community the following months, (the use of bold characters is mine) :
…Oblivion as a tool of power
During the summer of 1930, the spanish embassy of Athens asked the greek ministries of Education and Foreign Relations «requesting the establishment of a chair of Spanish Language and Literature, so that the just demands of the 70.000 spanish-speaking sephardim of the city me met». The embassy stated that the expenses related with the professor-to-be-chosen would be met by the Spanish government and made clear that it did not make the demand pursuing any political goals, since it was obvious that the dual-language of the sephardic community was not a hindrance in the efforts of its full integration in the Greek state. Also Madrid, indirectly but expressly stated a matter of elementary diplomatic reciprocity, since from 1928 a chair of Modern Hellenic Studies was operational in the University of Barcelona; while in another occasion it had put the «ethical case of the non-disappearance of the judeospanish dialect as it had already happened in the Older Greece».
The Ministry of Education with Yorgos Papandreou, grandfather of today’s Prime Minister, responded that «while it had no objections to the teaching of the spanish language and literature on an academic level in Salonica, it can not do so because there is no chair established either by law or by a decision by the university». But when the Minister of Foreign Relations Mihalakopoulos asked the University to satisfy the spanish demand also «to protect the authority of the State because the Ministry was exposed to the spanish embassy» he received the answer that such an act «would ruinously ran against the work of hellenization of the israelitic element of the city (…) bind the freedom of the university through the offered coverage of the expenses of the professor (…and) we are not in indebted to offer any particular treatment to a country which besides its frontiers offered nothing to the field of the intellectual advancement of the world».
This spectacular response of the University of Salonica which was only 5 years old and from 1927 it was housed in the brilliant neoclassical building named Idadiye, the higher commercial school built by the ottoman Imperial Education Directorship for the education of higher ranked officials following the french education system, could have been considered one of the historical self-evident, pathetic versions of the aggressive greek nationalism which had found in the Venizelist antisemitism its most effective interpreter should there not have been for a chilling detail. In the proceedings of the assembly of the Faculty of Philosophy where the position of the majority is expressed one can find the signatures of Alexandros Delmouzos, professor of Pedagogy and of his colleague Manolis Triandafilidis. It should be noted that Delmouzos for many greek educators is considered as «Greek pedagogist, a fighter of the free spirit», while Triandafilidis, whose Grammar is still taught in schools, «introduced true modernism in his time and was interested in the teaching of the greek language to foreign speakers and hellenes abroad».
As not to have any misunderstanding as to the contribution of the spanish language to the advancement of mankind, on December 1932 when the spanish embassy – which was now representing the government of the Republic of Spain – and the jewish Press repeated the request for a Chair of Spanish, the response by the intellectual pillar of the city was characteristic: «The University of Salonica finds without basis and with no meaning to propose the institution of a Chair of Spanish Language because it is not expressly provided by the law and because it is of lesser importance to the french, english, german language and literature».
Today in the site of the Aristotle University of Thessaloniki one can read that it «geographically is located in the heart of the city, in an area of 420.000 sq.mt.». An area which coincides with the area in which the Jewish Cemetery of Salonica stood. The nazi atrocities and the Holocaust gave convincing answers to the worries of the greek scholars of the educational enlightenment over the role of the spanish language to the humanity and the matter of the hellenization of the Jewish people of Salonica.